- κουρσάρος
- ο(λ. ιταλ.), ληστής, πειρατής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρσάρος — Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική). * * * και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος) 1. πειρατής, ληστής 2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ.… … Dictionary of Greek
προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] … Dictionary of Greek
Nikos Tsiforos — Νίκος Τσιφόρος Born 1912 Alexandria, Egypt Died 1970 Athens, Greece Occupation Screenwriter Film director Years active … Wikipedia
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αλγερινός — ή, ό και αλγερινός, αλτζερίνος 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλγερία 2. αυτός που προέρχεται από την Αλγερία 3. ως ουσ. ο κάτοικος τής Αλγερίας ή όποιος κατάγεται από αυτήν 4. πειρατής, κουρσάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλγερία. ΠΑΡ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
κορσάρος — ο βλ. κουρσάρος … Dictionary of Greek
κουρσάρικος — η, ο (Μ κουρσάρικος, η, ον [κουρσάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κουρσάρους, πειρατικός 2. το ουδ. ως ουσ. το κουρσάρικο(ν) πειρατικό πλοίο … Dictionary of Greek
κουρσευτής — ο [κουρσεύω (Ι)] αυτός που κουρσεύει, πειρατής, κουρσάρος … Dictionary of Greek
μπαντίδος — ο (Μ μπαντίδος και παντίδος) καταδικασμένος σε εξορία, φυγάς νεοελλ. 1. πειρατής καταδρομέας, κουρσάρος 2. ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandito < bandire «επικηρύσσω»] … Dictionary of Greek